Η ΞΕΝΗ ΚΑΜΑΡΗ
Είχε συνηθίσει την ακαταστασία
σ’ εκείνη την κάμαρη και στο μυαλό του.
Ένα ρούχο πεταμένο εδώ, ένα μαξιλάρι εκεί.
Μιά σκέψη πεταμένη παραπέρα,
κάποιες αποφάσεις κάτω απ’ το κρεβάτι
μαζί με τις παντόφλες του.
Είπε λοιπόν, να βάλει μιά τάξη
στην κάμαρη και στο μυαλό του· - το έκανε.
Ύστερα, έφερε ένα γύρο τη ματιά του.
Του φάνηκαν όλα ξένα.
Δεν ήταν τίποτε δικό του.
Τράβηξε την πόρτα πίσω του να κλείσει.
Πήρε το Φεγγάρι αγκαζέ
να ‘χει κάτι να του κάνει συντροφιά
κι έφυγε.
ΒΑΘΥ ΤΡΑΥΜΑ
Κοιτούσε την πληγή στο στήθος του.
Τον πονούσε· - τον πονούσε, αφόρητα.
Δεν ήταν από σφαίρα η μαχαιριά,
από λόγια αγαπημένων ήταν.
Γι’ αυτό και δεν αιμορραγούσε.
ΨΥΧΗΣ ΑΓΑΛΛΙΑΣΗ
Δεν ξέρω τι με μάγεψε πιο πολύ
αυτή τη νύχτα.
Η πλατύφυλλη μουριά;
Το κουρνιασμένο πουλί που φτερουγεί
σε κάθε μου κίνηση; ή τα χρυσά του αστέρια;
Ο θεός, δεν μας εγκατέλειψε ποτέ.
Εμείς τον εγκαταλείψαμε.
22/9/07
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου