22/9/07
Γειά σας και, να είστε πάντα καλά ...
Γειά σας, είμαι ο Στέλιος Θαλασσινός και σας παρουσιάζω εδώ, ποίηση του φίλου μου του Γαστεράτου, από την ανέκδοτη ποιητική του συλλογή ''προσπαθώντας να πετάξω''. Σας εύχομαι καλή ανάγνωση και,... να μην ξεχνάμε και τα περί πνευματικής, ιδιοκτησίας.
ΣΙΓΟΥΡΙΑ
Κοιτάζω στ’ άστρα
χωρίς να τα βλέπω.
Τα κρύβει ο Ήλιος στο φως του.
Όμως, ξέρω πως είσαι εκεί· - μαζί τους.
ΔΙΑΦΑΝΗ ΓΥΜΝΙΑ
Θα βγω γυμνός στο δρόμο
να σε προϋπαντήσω,
γιατί δεν έχω να σου κρύψω τίποτε
ΝΑ Ο ΕΝΟΧΟΣ
Το πλατανόφυλλο που με δείχνει
και με τα πέντε του δάχτυλα,
με κάνει και νιώθω ενοχές.
Όμως εσύ, μη φοβάσαι
το μαρμαρωμένο φίδι που πλέων,
κείτεται άψυχο στα πόδια σου.
ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ
Πλησίασα στην πηγή
με το κρύο καθάριο νερό,
κι έσκυψα
όχι να πιω να ξεδιψάσω,
να προσκυνήσω έσκυψα
για να εξαγνίσω το κακό.
Κοιτάζω στ’ άστρα
χωρίς να τα βλέπω.
Τα κρύβει ο Ήλιος στο φως του.
Όμως, ξέρω πως είσαι εκεί· - μαζί τους.
ΔΙΑΦΑΝΗ ΓΥΜΝΙΑ
Θα βγω γυμνός στο δρόμο
να σε προϋπαντήσω,
γιατί δεν έχω να σου κρύψω τίποτε
ΝΑ Ο ΕΝΟΧΟΣ
Το πλατανόφυλλο που με δείχνει
και με τα πέντε του δάχτυλα,
με κάνει και νιώθω ενοχές.
Όμως εσύ, μη φοβάσαι
το μαρμαρωμένο φίδι που πλέων,
κείτεται άψυχο στα πόδια σου.
ΕΞΑΓΝΙΣΜΟΣ
Πλησίασα στην πηγή
με το κρύο καθάριο νερό,
κι έσκυψα
όχι να πιω να ξεδιψάσω,
να προσκυνήσω έσκυψα
για να εξαγνίσω το κακό.
ΛΑΘΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Ο ραβδοσκόπος περπατούσε διψασμένος
στις καυτές πέτρες, στη μέση στο λιοπύρι.
Με το ραβδί του, βρήκε νερό· - άρχισε να σκάβει.
Δεν άντεξε, στα δυό μέτρα, ξεψύχησε.
Τ’ απόγιομα, έπιασε βροχή· - πήρε το χώμα.
Το χώμα, τον σκέπασε.
Τ’ όνομά του, γραμμένο στα μητρώα εξαφανισθέντων
ΑΓΙΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ
Εκείνος ο παπάς, τους φαίνετε άγιος άνθρωπος
γιατί ξέρει να κρύβει καλά τις αμαρτίες του,
κάτω απ’ το πετραχήλι.
Ουδέν κρυπτόν από τον Ήλιον.
ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΣΥΝΩΜΟΤΕΣ
Στον πίνακα πάνω απ’ το προσκεφάλι σου,
γύρω στο στενόμακρο τραπέζι
δώδεκα μικροί φτερωτοί έρωτες κι ένας ενήλικας
τρώνε επτάζυμο ψωμί, πίνουν κόκκινο κρασί.
Όμως, να ξέρεις· - δεν είναι ο μυστικός δείπνος.
Είναι μιά συνομωσία.
ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ
Μιά μικρή γουστέρα κάθισε πλάι μου στην πέτρα,
με κοίταξε κατάματα, έβγαλε δυό φορές
τη διχαλωτή της γλώσσα να υγράνει λίγο τα χείλη της,
έξυσε λίγο το πιγούνι της
όπως ξύνει ο παπάς τα γένια του
κι άρχισε να με κουβεντιάζει.
Είμαι σίγουρος, πως δεν μου έλεγε ψέματα.
Ο ραβδοσκόπος περπατούσε διψασμένος
στις καυτές πέτρες, στη μέση στο λιοπύρι.
Με το ραβδί του, βρήκε νερό· - άρχισε να σκάβει.
Δεν άντεξε, στα δυό μέτρα, ξεψύχησε.
Τ’ απόγιομα, έπιασε βροχή· - πήρε το χώμα.
Το χώμα, τον σκέπασε.
Τ’ όνομά του, γραμμένο στα μητρώα εξαφανισθέντων
ΑΓΙΟΣ ΑΜΑΡΤΩΛΟΣ
Εκείνος ο παπάς, τους φαίνετε άγιος άνθρωπος
γιατί ξέρει να κρύβει καλά τις αμαρτίες του,
κάτω απ’ το πετραχήλι.
Ουδέν κρυπτόν από τον Ήλιον.
ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΣΥΝΩΜΟΤΕΣ
Στον πίνακα πάνω απ’ το προσκεφάλι σου,
γύρω στο στενόμακρο τραπέζι
δώδεκα μικροί φτερωτοί έρωτες κι ένας ενήλικας
τρώνε επτάζυμο ψωμί, πίνουν κόκκινο κρασί.
Όμως, να ξέρεις· - δεν είναι ο μυστικός δείπνος.
Είναι μιά συνομωσία.
ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ
Μιά μικρή γουστέρα κάθισε πλάι μου στην πέτρα,
με κοίταξε κατάματα, έβγαλε δυό φορές
τη διχαλωτή της γλώσσα να υγράνει λίγο τα χείλη της,
έξυσε λίγο το πιγούνι της
όπως ξύνει ο παπάς τα γένια του
κι άρχισε να με κουβεντιάζει.
Είμαι σίγουρος, πως δεν μου έλεγε ψέματα.
Η ΞΕΝΗ ΚΑΜΑΡΗ
Είχε συνηθίσει την ακαταστασία
σ’ εκείνη την κάμαρη και στο μυαλό του.
Ένα ρούχο πεταμένο εδώ, ένα μαξιλάρι εκεί.
Μιά σκέψη πεταμένη παραπέρα,
κάποιες αποφάσεις κάτω απ’ το κρεβάτι
μαζί με τις παντόφλες του.
Είπε λοιπόν, να βάλει μιά τάξη
στην κάμαρη και στο μυαλό του· - το έκανε.
Ύστερα, έφερε ένα γύρο τη ματιά του.
Του φάνηκαν όλα ξένα.
Δεν ήταν τίποτε δικό του.
Τράβηξε την πόρτα πίσω του να κλείσει.
Πήρε το Φεγγάρι αγκαζέ
να ‘χει κάτι να του κάνει συντροφιά
κι έφυγε.
ΒΑΘΥ ΤΡΑΥΜΑ
Κοιτούσε την πληγή στο στήθος του.
Τον πονούσε· - τον πονούσε, αφόρητα.
Δεν ήταν από σφαίρα η μαχαιριά,
από λόγια αγαπημένων ήταν.
Γι’ αυτό και δεν αιμορραγούσε.
ΨΥΧΗΣ ΑΓΑΛΛΙΑΣΗ
Δεν ξέρω τι με μάγεψε πιο πολύ
αυτή τη νύχτα.
Η πλατύφυλλη μουριά;
Το κουρνιασμένο πουλί που φτερουγεί
σε κάθε μου κίνηση; ή τα χρυσά του αστέρια;
Ο θεός, δεν μας εγκατέλειψε ποτέ.
Εμείς τον εγκαταλείψαμε.
Είχε συνηθίσει την ακαταστασία
σ’ εκείνη την κάμαρη και στο μυαλό του.
Ένα ρούχο πεταμένο εδώ, ένα μαξιλάρι εκεί.
Μιά σκέψη πεταμένη παραπέρα,
κάποιες αποφάσεις κάτω απ’ το κρεβάτι
μαζί με τις παντόφλες του.
Είπε λοιπόν, να βάλει μιά τάξη
στην κάμαρη και στο μυαλό του· - το έκανε.
Ύστερα, έφερε ένα γύρο τη ματιά του.
Του φάνηκαν όλα ξένα.
Δεν ήταν τίποτε δικό του.
Τράβηξε την πόρτα πίσω του να κλείσει.
Πήρε το Φεγγάρι αγκαζέ
να ‘χει κάτι να του κάνει συντροφιά
κι έφυγε.
ΒΑΘΥ ΤΡΑΥΜΑ
Κοιτούσε την πληγή στο στήθος του.
Τον πονούσε· - τον πονούσε, αφόρητα.
Δεν ήταν από σφαίρα η μαχαιριά,
από λόγια αγαπημένων ήταν.
Γι’ αυτό και δεν αιμορραγούσε.
ΨΥΧΗΣ ΑΓΑΛΛΙΑΣΗ
Δεν ξέρω τι με μάγεψε πιο πολύ
αυτή τη νύχτα.
Η πλατύφυλλη μουριά;
Το κουρνιασμένο πουλί που φτερουγεί
σε κάθε μου κίνηση; ή τα χρυσά του αστέρια;
Ο θεός, δεν μας εγκατέλειψε ποτέ.
Εμείς τον εγκαταλείψαμε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)